ντερβένι

ντερβένι
το
βλ. δερβένι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ντερβένι — το βλ. δερβένι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δερβένι — I Αρχαιολογικός χώρος κοντά στη Θεσσαλονίκη, στη συμβολή των οδών Καβάλας Θεσσαλονίκης και Σερρών Θεσσαλονίκης. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας είχε ανακαλυφθεί εκεί ένας διθάλαμος μακεδονικός τάφος. Κοντά σε αυτόν βρέθηκε και ένας μικρότερος, το… …   Dictionary of Greek

  • φούντωμα — το, ατος 1. αναβλάστηση, πλούσια βλάστηση, δάσωμα, το να βγαίνουν πυκνά φύλλα και κλαδιά: Το φούντωμα του δέντρου. 2. το να βγαίνουν πολλές και ψηλές φλόγες από φωτιά, το δυνάμωμα της φωτιάς: Το φούντωμα της πυρκαγιάς. 3. μτφ., έκταση, επέκταση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φούρκα — I (λ. λατ.) 1. διχαλωτός πάσσαλος. 2. ζεύγος δοκαριών σε σχήμα κεφαλαίου Τ ή σταυρού. 3. αγχόνη, κρεμάλα: Όπου φούρκα και παλούκι και του σκοτωμένου η μάνα (παροιμ.). 4. η θηλιά του σκοινιού που χρησιμοποιείται στον απαγχονισμό. 5. μτφ., θυμός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”